Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!
 
NEWSLETTER
 
| Text size
   

Billboard Greek AirplayΠαπαρίζου Έλενα
Baby It's Over
Billboard Hot 100Carly Rae Jepsen
Call Me Maybe
Billboard 200Linkin Park
Living Things
Dance Club SongsEva Simons
I Don't Like You
MTV Hit ListRihanna
Where Have you Been

«Ηχητικός πόλεμος: Ανταποκρίσεις από τον πόλεμο του format»



Του Λάμπρου Φάτση

 

«Ηχητικός Πόλεμος» τιτλοφορείται ένα ιδιαίτερο βιβλίο από ένα σχιζοφρενικά δημιουργικό μυαλό που όταν δεν μοιράζει αλλόκοτες ιδέες στο School of Arts and Digital Industries του University of East London, επιμελείται παραγωγές dubstep, περιοδεύει και ηγείται του δισκογραφικού label Hyperdub.  Αναφέρομαι φυσικά στον Kode9, κατά κόσμον Steve Goodman, ο οποίος προκάλεσε σωστό ωστικό κύμα με το βιβλίο του Sonic Warfare, τόσο στους κύκλους των aficionados της ηλεκτρονικής μουσικής και της κουλτούρας του μπάσου, όσο και σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα με γόνιμο ενδιαφέρον για τις πολιτισμικές σπουδές και τις πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις του, ίσως πιο αφηρημένου φαινομένου των ανθρώπινων κοινωνιών, του ήχου! Οι «ανταποκρίσεις» του Goodman από το «ηχητικό μέτωπο» εστιάζουν στη χρήση του ήχου σαν τεχνολογία πολέμου με σκοπό τη διασπορά του τρόμου  στα θύματα του, και τα παραδείγματα που επιστρατεύει ο Goodman για να μας κρατήσει αναγνωστικά ετοιμοπόλεμους περιλαμβάνουν: στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας όπου ηχητικές βόμβες σχεδιάστηκαν για να προκαλέσουν ναυτία στον ‘εχθρό’ (υπαρκτό η μη), ανακρίσεις του FBI και του αμερικανικού στρατού με χρήση ηχητικών βασανιστηρίων που προκαλούν αγχώδεις διαταραχές (όπως εφαρμόστηκαν κατά την κράτηση του δικτάτορα του Παναμά Manuel Noriega το 1989), η εκτεταμένη χρήση της συσκευής «mosquito» που χρησιμοποιείται ως ηχητικό μἐσω απώθησης των «ταραχοποιών εφήβων» από τις βιτρίνες των εμπορικών κέντρων στη Βόρεια Αμερική εκπέμποντας στα 17.4 kHz που μόνο μέχρι την ηλικία των 25 αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί.

 

 

Παράλληλα με αυτή την ηχητική πολιτική τρόμου όμως, ο Goodman, και ίσως εδώ οφείλεται και η καινοτομία του πονήματος του, εξετάζει και τον τρόπο με τον οποίο παρόμοιες τεχνολογικές τακτικές χρησιμοποιήθηκαν (και χρησιμοποιούνται) με τον ίδιο υποχθόνιο τρόπο από τους soundsystem operators της Τζαμάϊκας και του Λονδίνου για να «απαντήσουν» μέσα από τις δονήσεις και τις (υπο)συχνότητες των δεκάδων χιλιάδων βατ μπάσου στα ραδιοκύμματα της προκατάληψης και του ρατσιμού. Όσο λοιπόν οι θεσμικοί ηχητικοί τρομοκράτες των στρατοπέδων μηχανεύονται ηχητικἀ εργαλεία βασανιστηρίων, η D.I.Y. κουλτούρα των τζαμαϊκάνικων soundsystem αντιπολιτεύεται μετατρέποντας τα ηχοσυστήματά της σε αυτό που ο Paul Gilroy περιέγραψε, στο There Ain’t No Black in the Union Jack, ως «κυκλοφορικό σύστημα που μεταφέρει αντιδραστικό αίμα στην καρδιά του πολιτικού βίου» από τα γκέτο στο μητροπολιτικό κέντρο.

 

 

 

 

Η φλεγόμενη αυτή ανταλλαγή ηχητικών πυρών ανάμεσα στα αγγεία του πολιτικού κυκλοφορικού συστήματος, γεννά μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντα ερωτήματα γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και παράγουμε ‘ήχο’ με τη βοήθεια της τεχνολογίας και ακριβώς αυτό το ερωτηματικό θα με απασχολήσει στο παρόν κείμενο προσπαθώντας να προσφέρω μια θελκτική γέφυρα ανάμεσα στα χαρακώματα του αναλογικού φετιχισμού και του ψηφιακού φουτουρισμού έτσι όπως τον βιώνω καθημερινά ως reggae selector και «πολίτης» των δισκοπωλείων.

 

 

 

 

Τον δεκαπενταύγουστο του 2011, στους δρόμους της Αγγλίας ξεσπούν μια σειρά από «αναταραχές» που καταγράφηκαν έντονα στη μνήμη μας, αν και έχουν απασχολήσει τις πόλεις της Μ.Βρετανίας πολλές φορές στο παρελθόν και ποτέ χωρίς λόγο και αφορμή. Μια από τις «παράπλευρες απώλειες» αυτής της εσωτερικής διαμάχης στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, ήταν και το ιστορικό δισκοπωλείο Dub Vendor, το οποίο επλήγηκε από τα φλογοβόλα των Λονδρέζων rioters και η σημασία αυτού του περιστατικού δεν εξαντλείται ούτε στα πλαίσια των riots ούτε και στον κλασσικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την έννοια του δισκοπωλείου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το Dub Vendor στριμώχνεται ως θύμα (η μήπως ως πρωταγωνιστής;) δύο συγκρούσεων: ενός ηχητικού πολέμου à la Goodman κι ενός αμιγώς κοινωνικού όπως αυτός που «ξέσπασε» στις αγγλικές μητροπόλεις τον περασμένο Αύγουστο.

 

 

Ξεκινώντας από τον δεύτερο πόλεμο, το Dub Vendor έκλεισε τις πόρτες του οριστικά περίπου ένα μήνα μετά τις αυγουστιάτικες αναταραχές,  αλλά ο λόγος δεν ήταν τα riots αλλά ο πρώτος πόλεμος, αυτός των συχνοτήτων και του format. Η απόφαση αυτή δεν ξένισε κανέναν θιασώτη του δισκοπωλείου, τουλάχιστον όχι τόσο όσο το πρώτο «λουκέτο» στο παράρτημα του εν λόγω δισκοπωλείου στο Ladbroke Grove, που εκτός από τον ρόλο του ως φορέας του (μουσικού) πολιτισμού της τζαμαϊκανής μουσικής αλλά και της βρετανικής reggae, υπερηφανευόταν και μία τοιχογραφία που θύμιζε road trip στις φτωχογειτονιές του Kingston. Το Dub Vendor του Ladbroke Grove λοιπόν «έφυγε» πρώτο και ο λόγος βεβαίως ήταν η ήττα του αναλογικού φετιχισμού της φθίνουσας αγορασιμότητας του βινυλίου έναντι του ψηφιακού φουτουρισμού της (νέας) κουλτούρας των download. Λίγους ταχυδρομικούς κώδικες πιο νότια του Τάμεση, το Dub Vendor του Clapham Junction, που ξεκίνησε το 1976 ως πάγκος στην δημοτική αγορά της περιοχής για να στεγαστεί πλέον στο δικό του χώρο δίπλα από τον σταθμό τραίνου του Clapham, σφράγισε το τέλος του καταστήματος για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

 

Η σημασία όμως του εν λόγω δισκοπωλείου προσθέτει μια ακόμα διάσταση στην σκοροφαγωμένη διαμάχη μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού, και η διαφορά εν προκειμένω έχει βαθιά πολιτισμικό χαρακτήρα που αφορά στην κουλτούρα της reggae και στον τρόπο με τον οποίο τα δισκοπωλεία τελούσαν όχι απλώς επικοινωνιακό ρόλο ως μεσάζοντες ανάμεσα στη μουσική κουλτούρα της Καραϊβικής και της Μ.Βρετανίας, αλλά και ως βιωματικός χώρος όπου ζυμωνόταν καθημερινά η ταυτότητα των μαύρων Λονδρέζων που αντιμετώπιζαν τα δισκοπωλεία σαν το ταχυδρομείο, όπου τα νέα 7ιντσα 45ρια μεταφέρουν νέα από την πατρίδα ή, σαν το κουρείο, όπου έρχονται σε επαφή με άλλα μέλη της μαύρης κοινότητας του Λονδίνου είτε για φτηνό κουτσομπολιό ή οξεία κοινωνική κριτική, καθιστώντας έτσι τον ρόλο του δισκοπωλείου ως ζωντανό πολιτισμικό οργανισμό κι όχι σαν απλό κατάστημα που φιλοξενεί νοσταλγικούς outré μεσήλικες που χασομερούν με τους άπλυτους δισκοπώλες.

 

Αναγνωρίζοντας λοιπόν το δισκοπωλείο σαν φυσικό και συμβολικό χώρο όπου κυκλοφορούν ελεύθερα και σε αφθονία οι πρώτες ύλες για την ζωογόνο κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα των μαύρων Λονδρέζων, αυτόματα επαναπροσδιορίζεται και η απόσταση μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού, αυτή τη φορά όμως όχι σαν τεχνολογικό κουβεντολόϊ γύρω από το πως ακούμε τι αλλά γύρω από το γιατί ακούμε αυτό που ακούμε όπως το ακούμε και η απάντηση απαιτεί μια εξιστόρηση της καταλυτικής λειτουργίας του δισκοπωλείου ως πόλο κοινωνικής και πολιτισμικής δραστηριότητας με πλοηγό τις ανήσυχες στροφές του δίσκου βινυλίου στα πικάπ, σαν εναλλακτική επικοινωνιακή πλατφόρμα-κοινοβούλιο της μαύρης κοινότητας του Λονδίνου. Αυτό που στα περισσότερα είδη μουσικής αποτελεί μια αντικέ φετιχιστική πηγή νοσταλγικής νιρβάνας σκηνοθετημένης γύρω από πανάκριβα high-end ηχοσυστήματα, στην κουλτούρα των τζαμαϊκάνικων soundsystem αντιστρέφεται ως αυτοσχέδιο low-end όργανο έκφρασης σε υπόγειους χώρους όπου στεγάζονται τα γιγαντιαία χειροποίητα speaker boxes εκπέμποντας ήχους ηλιοκαμένου μπάσου συνοδευόμενων από τις παιγνιώδεις ρίμες του MC της βραδιάς που θα κρατήσουν συντροφιά στους θαμώνες μέχρι την εισβολή των αστυνομικών λίγο μετά μεσάνυχτα που θα διακόψουν τη ροή της βραδιάς, θα καταστρέψουν τα ηχεία και θα ξυλοκοπήσουν/συλλάβουν τους πιο ατίθασους της ομήγυρης. Το Dub Vendor επιτελούσε και αυτό το ρόλο του προμηθευτή της μουσικής εκρηκτικής ύλης που αποξένωνε τους ξενοφοβικούς και συνένωνε τον μαύρο πληθυσμό της πόλης.

 

 

Για τον John MacGillivray όμως, ιδιοκτήτη του Dub Vendor, η εποχή όπου ο δίσκος βινυλίου αποτελούσε ταυτόχρονα «βάλσαμο» και «πυρομαχικά», πηγή έντονης κοινωνικής δραστηριότητας μέσα και έξω από το κατάστημα του, έχει παρέλθει και δεν αντιπροσωπεύει πια μια γενιά που δεν αναγνωρίζει ως δική της την δισκορυχειακή κουλτούρα που περιγράψαμε ως τώρα και ούτε θα ’πρεπε αφού εν έτη 2011 η προσέγγιση της μουσικής εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικά μέσα.

Η προσωπική μου εμπειρία επιβεβαιώνει αν όχι συμφιλιώνει τους αναλογικούς και ψηφιακούς αντιπάλους στην εμπόλεμη ζώνη του format. Η παραδοχή ότι το Dub Vendor δεν υπάρχει πια σαν ‘φυσικός χώρος’ κοινωνικοποίησης και προμήθειας του εξ-οπλισμού μου έχει δυστυχώς στερήσει την πρώτη μου στάση επισκεπτόμενος το Λονδίνο και με δυσκολία μπορώ να παραδεχτώ πως ο χώρος στον οποίο έχω παζαρέψει τον Oxman και τον Phil για original κόπιες σπάνιων και δυσεύρετων rocksteady, έχω κρυφακούσει κουτσομπολιά για την αμφιλεγόμενη ποδοσφαιρική δεινότητα του Tippa Irie, έχω φυλλομετρήσει τα ‘φρέσκα’ dubplates που έχει μόλις φέρει ο Gaffa Blue στον Papa Face για το επόμενο ‘dance session’ και που έχω γνωρίσει και συνομιλήσει με τον Bunny ‘Striker’ Lee φεύγοντας με υπογεγραμμένο το original press του Cool Operator από τον ίδιο, δεν υπάρχει πια. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορώ να αγνοήσω ακινδύνως πως για μια ολόκληρη γενιά (;) που έχει γαλουχηθεί με την εύκολη πρόσβαση σε μια ατελείωτη ροή μουσικής πληροφορίας μέσω του Internet, για την οποία η προσκόλληση σε απολιθωμένα μοτίβα μουσικής εμπειρίας συνεπάγεται νοσηρή συναναστροφή με αντίκες  που -συν τοις άλλοις-  περιορίζουν και την ελεύθερη ανακατασκευή και αναπαραγωγή της μουσικής μέσω της μιξοφιλικής κουλτούρας του remix μέσα από μουσικά software που ενδυναμώνουν τον D.I.Y. πειραματισμό περισσότερο από ποτέ και σίγουρα περισσότερο απ’ όσο επιτρέπουν οι βαριές πλάκες του βινυλίου που προκαλούν ορθοπεδικές κακώσεις (δισκο-πάθεια), φθείρονται, σκονίζονται και «πιάνουν χώρο» σε μια αποδημητική μετανεωτερική κουλτούρα.

 

Ανάμεσα στη «δυσκαμψία» του αναλογικού και την «ελαφρότητα» του ψηφιακού λοιπόν, ο ηχητικός πόλεμος κερδίζεται με μικρές προσωπικές μάχες στις οποίες «η επιλογή του format είναι η μισή μάχη» όπως υποστήριξε πραξικοπηματικά ο Mad Professor σε παλαιότερη συζήτηση μας στο radiobubble.gr, αρκεί βεβαίως ο σκοπός να είναι η «απελευθέρωση» και όχι η «αιχμαλωσία» του ήχου.

 

ΥΓ. Το παρόν κείμενο γράφτηκε (αδιαμαρτύρητα!) υπό τους ήχους της muzak στο ipod ενός παραθαλάσσιου καφέ στο Brighton.

 

 

Ο Λάμπρος Φάτσης (Boulevard Soundsystem) μοιράζει το χρόνο του ως reggae selector μεταξύ του «καταφυγίου» της Ελλάδας και της «στρατιωτικής του βάσης» στο Brighton της Αγγλίας όπου επιμελείται την βραδιά Reggae Bombing με τον Serocee. Οι ανταποκρίσεις του από τον ηχητικό πόλεμο του format μεταδίδονται κάθε Παρασκευή 21:00-22:00 από το radiobubble όπου ακούγονται αποκλειστικά δίσκοι βινυλίου.


Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 373

Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 374

Ενημέρωση: 24-10-2011