Fuel-Injected Dreams * |
του Θεοδόση Μίχου
* ο τίτλος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο βιβλίο του Robert James Baker.
Κυριακή μεσημέρι. Αποφασίζω να ξεπακετάρω τους δίσκους που πριν από ένα μήνα και βάλε αγόρασα στη Νέα Υόρκη (και ναι, το ξέρω ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά που διαβάζεις αναφορά περί Νέας Υόρκης σε αυτή τη στήλη, αλλά αν σου φαίνεται περίεργο ή υπερβολικό ή παπατζίδικο, είναι επειδή μάλλον δεν έχεις πάει ακόμη. Οπότε και σε καταλαβαίνω). Ανάμεσα σ’ όλα, βρίσκω και το dvd-ντοκιμαντέρ Dark Was The Night (αποκλειστική κυκλοφορία για το ρουχάδικο Urban Outfitters, για όποιον ενδιαφέρεται να το παραγγείλει online), με τη μία και μοναδική (και μεγάλη) συναυλία-παρουσίαση του ομώνυμου project στο Radio City Music Hall. Το βγάζω από τη ζελατίνα, το βάζω στο player, πατάω το play, και λίγο πριν ή λίγο μετά τη στιγμή που ο Bon Iver αρχίζει να μιλάει on camera για το δέος που νιώθει μπροστά στα εφηβικά «γκάζια» που έχει ακόμη ο David Byrne, θυμάμαι ότι πριν από κανα χρόνο είχα αγοράσει και το διπλό βινύλιο από το insound (όταν ακόμη μπορούσαμε να παραγγέλνουμε δίσκους από το insound, στην προ-UPS εποχή). Το ψάχνω, το βρίσκω στο ράφι του, και τη στιγμή που πάω να το βγάλω από τη θέση του, βλέπω την ίδια ράχη πέντε-έξι βινύλια μακριά. Το βγάζω και αυτό. Επιστρέφω στον καναπέ. Ακουμπάω στο τραπεζάκι τα δύο ίδια βινύλια – το ένα δε θυμόμουν καν πότε και από πού το είχα αγοράσει. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω το βλέμμα της Ε. Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Αν μπορούσε να μεταφραστεί σε λέξεις, θα πήγαινε κάπως έτσι: «Πάλι τα ίδια; Πάλι αγόρασες τον ίδιο δίσκο δύο φορές; Δε θυμάσαι καν τι αγοράζεις; Τι να σου πω τώρα;» Δε μου είπε τίποτα. Συνεχίσαμε να βλέπουμε το dvd. Κι εγώ συνέχιζα να κοιτάζω κλεφτά τα δύο ίδια βινύλια (το ένα ακόμη στη ζελατίνα του) πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Σκεφτόμενος πού πάω (λέμε τώρα). Από πού έρχομαι (ξαναλέμε). Μήπως είμαι μαλάκας που πάω και αγοράζω δίσκους δυο και τρεις φορές όχι γιατί έχω λιώσει το ένα αντίτυπο και θέλω κι άλλο, ούτε γιατί η τάδε κυκλοφορία είναι δα τόσο οριακή για μένα που «πρέπει» να την έχω διπλή και τρίδιπλη (πέρυσι ανακάλυψα ότι στη δισκοθήκη μου υπάρχει τρεις φορές το Post-Nothing των Japandroids, που εντάξει, είναι ωραίος δίσκος, αλλά όχι και τόσο ωραίος!), αλλά γιατί απλώς δε θυμάμαι ότι τον έχω ήδη. (Είμαι) Μήπως είμαι μαλάκας που επιμένω να αγοράζω δίσκους (δηλαδή βινύλια) ακόμη και σήμερα. Ή τέλος πάντων γιατί το κάνω. Να γιατί.
Γιατί τα παιδικά κουσούρια τα κουβαλάς μια ζωή.
Την πρώτη φορά που πήγα σε δισκάδικο ήμουνα με τον πατέρα μου που ήθελε να μου κάνει ένα (μικρό) μουσικό δώρο, ίσως γιατί καταλάβαινε ότι δεν εκτιμούσα την κασέτα με το best-of του Phil Collins που μου είχε χαρίσει τέσσερα-πέντε χρόνια νωρίτερα. Του ζήτησα να μου αγοράσει το «Rocket to Russia» των Ramones (παρεπιμπτόντως, το ξαναπήρα πρόσφατα σε κόκκινη επανέκδοση…). Τότε ήταν η πρώτη φορά που το άκουσα ολόκληρο. Βλέπεις τότε, όταν ήμουνα μικρός, για μένα ο μόνος τρόπος για να ακούσω ολόκληρο ένα δίσκο ήταν να τον αγοράσω. Εντάξει, υπήρχε και ο άλλος, να τον αντιγράψω σε κασέτα, όπως και έκανα πολλές φορές, αλλά το συμπέρασμα είναι ένα. Έμαθα να ακούω μουσική μέσω της κατοχής της μίας ή της άλλης φυσικής μορφής του εκάστοτε άλμπουμ. Σήμερα, για να είμαι ειλικρινής, ακούω περισσότερη μουσική από τα ηχεία του mac. Και τα άλμπουμ που έχω συνολικά κατεβασμένα στους σκληρούς μου είναι στο σύνολό τους σίγουρα περισσότερα από αυτά που έχω σε βινύλιο (και μάλλον περισσότερα από αυτά που έχω σε cd). Αλλά όσα δεν τα έχω και σε βινύλιο (ή σε cd) είναι σα να μην τα έχω καθόλου. Παιχνίδια του μυαλού, τι να πεις.
Γιατί είναι σα να κρατάω ημερολόγιο.
Η λογική με την οποία αγοράζω δίσκους δεν έχει να κάνει ούτε μόνο με την επικαιρότητα ούτε μόνο με το να βουλώσω τις τρύπες σε μια δισκοθήκη (τη δική μου) που δε ντρέπομαι να πω ότι κάθε άλλο παρά λίγες είναι. Έχει να κάνει με έναν ακανόνιστο συνδυασμό και των δύο, και το τελικό αποτέλεσμα επηρεάζεται πάνω απ’ όλα από το δισκάδικο στο οποίο τυχαίνει να βρίσκομαι κάθε φορά. Στη Νέα Υόρκη (νάτη πάλι) πίστευα ότι θα αγοράσω τόσο καινούρια πράγματα που θα έσταζαν λιωμένο βινύλιο από τη φάμπρικα. Τελικά έφυγα από το Bleecker Street Records (ένα από τα καλύτερα δισκάδικα του κόσμου, υποθέτω) με σακούλες γεμάτες με δίσκους δεκαετίας και βάλε. Τις προάλλες πέρασα από το Rhythm (σαφώς το πιο παραδοσιακά συμπαθές δισκάδικο της Αθήνας) και ζητούσα από τον Σταύρο πράγματα για τα οποία δεν είχε καν release date ακόμη. Είναι ένας μικρός παραλογισμός όλο αυτό. Αλλά όταν πριν από ένα χρόνο μετακόμισα και αποφάσισα να βάλω τους δίσκους σε αλφαβητική σειρά για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα σχεδόν όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια μου σε 8 μέρες (τόσο διήρκεσε η αναδιοργάνωση). Βγάζοντας ένα δίσκο από το ράφι μπορεί να αδυνατώ να θυμηθώ πότε ακριβώς τον αγόρασα (εξ ου και πάντα το σημειώνω στο εσωτερικό της θήκης), αλλά θυμάμαι ακριβώς με ποιες (γκόμενες) και ποιους (φίλους) ήμουν όταν τον αγόρασα, τι άλλους δίσκους άκουγα λίγο πριν τον αγοράσω (και λίγο αφού τον αγόρασα), και – το σημαντικότερο – μπορώ να θυμηθώ ποιος και πως ήμουν όταν τον αγόρασα. Είναι ο δικός μου τρόπος για να μην ξεχνώ, που λένε και στην μαρτυρικήν νήσον.
Γιατί θέλω να αφήσω κάτι πίσω μου (αν ποτέ υπάρξει κάποιος να του το αφήσω).
Δεν κληρονόμησα ούτε ένα δίσκο από τον πατέρα μου. Είχε φροντίσει το τσακάλι να τους πετάξει όλους σε μια κρίση ταυτότητας πολύ πριν γεννηθώ εγώ, και αν κρίνω από τη συχνότητα με την οποία μου περιγράφει αναλυτικά το πώς μια μέρα ξύπνησε, έβαλε σε κούτες όλα τα εφτάιντσα που αγόραζε από το Μοναστηράκι, και τα σούταρε κακήν κακώς, στολίζοντας (σήμερα) τον ίδιο του τον εαυτό με διάφορα κοσμητικά, καταλαβαίνω ότι είναι κάτι που το φέρει σχετικά βαρέως. Αν κάποια στιγμή σου έτυχε να την «πατήσεις» με το ροκ, και αν είσαι τόσο τυχερός ώστε να τύχει και στον γιο σου κάτι ανάλογο, τότε – και με πλήρη επίγνωση της χαζομάρας αυτών που λέω – αυτό είναι το πιο καίριο σημείο επαφής που έχεις και θέλεις να συνεχίσεις να έχεις μαζί του, οπότε με τη δισκοθήκη που κληροδοτείς είναι σα να λες κομματάκι με το στανιό στο γιο σου για σένα ότι δε μπορείς να του πεις με λόγια γιατί ούτως ή άλλως ο γιος σου δε θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να σε ρωτήσει. Είναι ένας περίεργος, δε λέω, τρόπος παράβασης ενός νόμου της φύσης που με τη σειρά του είναι πατημένος στον πιο βασικό νόμο απ’ όλους. Πιάνεις ποιος είναι ποιος;
Γιατί τα φετίχ και οι κλίκες κάνουν τον άνθρωπο.
Όποιος με ξέρει θα μπορούσε να πει ότι όταν μετακόμισα πριν από ενάμιση χρόνο θα έπρεπε να έχω πολύ πιο σημαντικά πράγματα στο μυαλό μου από το που και πως θα βολέψω τους δίσκους μου (το να την παλέψω με τρεις γάτες, ας πούμε). Κι όμως, από το πρώτο πρωί, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν το Έπιπλο. Το ότι για πρώτη φορά θα έπαιρνα μέτρα, θα πήγαινα σε έναν μαραγκό, θα διάλεγα ξύλα, τελειώματα και άλλες τσιριτσάντουλες και θα έστηνα μία δισκοθήκη κομμένη και ραμμένη στα δικά μου μέτρα. Όταν μετά από δύο περίπου μήνες το Έπιπλο ήταν έτοιμο και στημένο, το πικάπ, ο ενισχυτής και τα ηχεία επίσης, όλα τους ακριβώς εκεί που τα ήθελα, κάθισα στον καναπέ απέναντι, άναψα ένα τσιγάρο και… άρχισα να ανταλλάζω sms και mms με τους μοναδικούς ανθρώπους που ήξερα ότι θα καταλάβαιναν τη σχεδόν οργασμική απόλαυση της στιγμής. Ένα χρόνο μετά από τότε (και δύο μήνες πριν από τώρα) ένας από αυτούς έστησε το δικό του Έπιπλο, και έστελνε σε μένα sms και mms που αν τα έβλεπε κάποιος άσχετος απ’το Περτούλι (τυχαίο παράδειγμα) θα νόμιζε ότι μιλάμε για το ακυκλοφόρητο dvd της Τζούλιας. Κάπου στο ενδιάμεσο της κατασκευής των δύο επίπλων, κυκλοφόρησε το box set του Station to Station του Bowie. Για το συγκεκριμένο, ήμασταν τρεις που ανταλλάζαμε sms και tweets, στάζοντας καντάρια λατρείας σε βαθμό βλακείας για το Αφρολέξ, όπως το βαφτίσαμε (μόνο αν το έχεις, καταλαβαίνεις γιατί). Μπορώ να θυμηθώ πολλές, πάρα πολλές περιπτώσεις ανάλογης συλλογικής φετιχιστικής έξαρσης, και όλες μα όλες με κάνουν να χαμογελάω γιατί ξέρω ότι ακόμη και αν όλα πάνε στο βρόντο, ακόμη και αν δουλειές-σχέσεις-οτιδήποτε μπατάρουν, θα υπάρχουν πάντα μερικοί άνθρωποι εκεί έξω που ακόμη και αν δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε, θα μπορούμε να πάμε για δίσκους μαζί και να ζηλέψουμε ο καθένας αυτά που πρόλαβε πρώτος να πάρει ο άλλος.
Γιατί έχω ΜΚ2
Σ’ ευχαριστώ Ε. Φταις κι εσύ. Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 373 Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 374 Ενημέρωση: 26-04-2011 |
| ||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||
© 2011 Mystery Tales All Rights Reserved
| ↑
|