Μια συζήτηση με το Νίκο Νικολαΐδη (ΜΕΡΟΣ Α) |
Με αφορμή το αφιέρωμα στον Νίκο Νικολαΐδη, που πραγματοποιείται από τις 26 Μαΐου έως την 1η Ιουνίου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, αναδημοσιεύουμε την συζήτηση με τον σκηνοθέτη που έγινε για λογαριασμό του περιοδικού "Ήχος" το Νοέμβριο του 1987 και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Σελιλόιντ Μακρονήσια". Ήταν η αρχή μιάς σχέσης που με σημάδεψε ανεξίτηλα για πάντα.
-Τελευταία άρχισε να γίνεται ξανά λόγος για «ελληνικό εθνικό σινεμά». Πέρα από τις ταινίες του φεστιβάλ και τις απόψεις άλλων σκηνοθετών, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο κάποιοι «θεωρητικοί» οι οποίοι πρεσβεύουν πως οι Έλληνες κινηματογραφιστές είναι υποχρεωμένοι να τραβήξουν αυτόν τον δρόμο. Θεωρητικός ήταν κάποιος εισαγόμενος, ο Μαρσέλ Μαρτέν, ο οποίος και δε νομίζω ότι μπορεί να έχει άποψη και γνώμη πάνω στον ελληνικό κινηματογράφο μιάς και λειτουργεί αλλού. Τι σχέση έχει αυτός τώρα... Το θέμα είναι ποιος μας λέει ότι πρέπει να κάνουμε εθνικό κινηματογράφο. Ένα πρώτο μήνυμα, πολύ βασικό, μας έρχεται από τα ξένα φεστιβάλ. Δεν διαλέγουν ποιά ταινία είναι η καλύτερη αλλά ποιά ταινία είναι για αυτούς Ελλάδα. Σημαίνει οτιδήποτε δεν είναι γερμανικό ή αγγλικό. Αλλά κάτι που μπορεί να έρχεται από την Μποτσουάνα ή την Ακτή του Ελεφαντοστού, μπορεί να είναι ελληνικό. Θέλει κάτι το εξωτικό. Αν μάλιστα συμβαίνει αυτό το εξωτικό να είναι και άτεχνο ελαφρώς, άρα πιο πρωτόγονο, αυτό τον ενθουσιάζει περισσότερο για έχει βαρεθεί να βλέπει πια άψογες κατασκευές. Και η μικρότερη ταινιούλα που βγαίνει στην Πενσακόλα USA είναι άψογη. Δεν θέλουν άψογες ταινίες αλλά κάτι που να βράζει, κάτι το δήθεν παθιασμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η καρτποσταλική μιζέρια που πλασάρεται μέσα από τις ταινίες, μια φλου άποψη για την ιστορία, κάτι έχει γίνει εδώ, κάποιος εμφύλιος, κάποιο δράμα που πρέπει να το καταγράψουμε. Είναι κάτι το οποίο είναι φεστιβαλικό. Δεν μπορεί το «Ταξίδι του Μέλιτος» του Πανουσόπουλου ή τα «Κουρέλια» να είναι φεστιβαλικές ταινίες γιατί τους θυμίζουν κάποια δικά τους πράγματα. Φεστιβαλική ταινία είναι αυτή που έχει μέσα θάλασσα, ανθρώπους που μιλάνε περίεργα και κυκλοφορούν σαν ανθρωποειδή... ‘Εχουν μιά ρετσέτα με την οποία ψάχνουν τα πράγματα. Αυτοί λοιπόν έρχονται και μας λένε πώς πρέπει να γίνει ο ελληνικός κινηματογράφος.
Από την άλλη μεριά οι άνθρωποι οι οποίοι θέλησαν αυτόν τον λεγόμενο «εθνικό κινηματογράφο» είναι άνθρωποι που ήταν κοντά στα κέντρα αποφάσεων. Ας πούμε μερικά: «Σύγχρονος Κινηματογράφος», επιχορηγούμενοι από το Ίδρυμα Φορντ... Ήταν άνθρωποι που κυκολοφορούσαν με μιά επίφαση προοδευτικότητας και ολίγον αριστεροί. Μοιραίο ήταν να θέλουν να μιλήσουν για πράγματα που τους χαρακτήριζαν. Συνέβει όμως και το άλλο. Ενώ τους ήρθαν γρήγοτα τα χρήματα, αυτοί δεν ήταν έτοιμοι να μιλήσουν. Φτιάξαν λοιπόν έναν κινηματογράφο που ήταν βιβλίο, ραδιόφωνο, στην καλύτερη περίπτωση να ήταν κακή τηλεόραση και έτσι, σιγά σιγά, συνεπικουρούμενοι από τα κέντρα αποφάσεων, τον ονόμασαν «εθνικό». Μα ή Κολοκοτρώνης ήταν αυτό ή η πρόσφατη πολιτική ιστορία ή μιά απεργία σε ένα εργοστάσιο, ήταν εθνικός κινηματογράφος. Οτιδήποτε ήταν έξω από αυτόν ήταν μαστούρικος, αντιδραστικός, και φυσικά αμερικάνικος... Αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο φορεμένος από έξω παρά δημιούργημα δικό μας.
-Μήπως όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους κάπου βαθύτερα; Μιά αντίστοιχη τάση ήταν κυρίαρχη στη μεταπολεμική μας φιλολογία. Σα φιλολογία ήταν πολύ καλή φιλολογία. Σαν κινηματογράφος ήταν άθλιος. Αν ήταν σωστό σινεμά θα περνούσε στον κόσμο και θα βοηθούσε πολύ. Εδώ είναι διάφοροι άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με τον κινηματογράφο. Έχουν σχέση με την ιστορία. Αλλά όποιος έχει σχέση με την ιστορία δεν μπορεί να κάνει και σινεμά. Είπανε κάποια πολύ σοβαρά, κατά τη γνώμη τους, πράγματα με έναν πάρα πολύ αστείο τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε ούτε μιά ιστορική ελληνική ταινία. Αυτή η ελληνικότητα είναι πλαστή. Είναι δοσμένη για να ξεκαθαρίζει ποιοί είναι οι «δικοί» μας και ποιοι όχι, για να ξεχωρίζει αυτούς που είναι ανεξάρτητοι και δεν θέλουν να σκύψουν προς τα εκεί.
-Πιστεύεις πως μπορεί να υπάρξει πια αυτό που λέμε «ελληνικότητα»; Μπορεί εγώ να μην ασχολήθηκα με κάτι τέτοιο αλλά βεβαίως και το πιστεύω. Φτάνει να βρεθεί ο άνθρωπος που θα μπορέσει να μιλήσει τη γλώσσα και να κάνει κινηματογράφο. Είναι σα να με φωνάξεις τώρα εμένα για να γράψω μουσική. Μα δεν είμαστε με τα καλά μας! Το πολύ πολύ να πάρω κανένα Casio να μου δίνει τους ρυθμούς και κάθε τόσο να πατάω ένα σκατουλάκι και να λέω ότι αυτό είναι μουσική. Και έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει, που έχει φάει τα χρόνια του εκεί πάνω για να βγάλει μιά μελωδία, αν δεν χρησιμοποιεί αυτά τα γνωστά πια όργανα που βυζαντινίζουν ή λαϊκίζουν να τον πετάνε απ' έξω. Τα ίδια δεν έλεγαν και με τη μουσική ; Ελληνική μουσική ήταν μόνο αυτή που είχε μέσα μπουζούκι. Η ελληνικότητα είναι ένα όπλο στα χέρια κάποιας αντίδρασης. Εν ονόματι της ελληνικότητας και έχοντας σαν καμουφλάζ αυτήν την ευαίσθητη ορολογία, κάποιοι άνθρωποι φροντίζουν να ανοίγουν δρόμο για δικό τους όφελος και να προκαλούν μονίμως τη σύγχυση.
-Κάπως έτσι δεν εξορίζονται κάποιοι άνθρωποι; Βεβαίως και εξορίζονται.
-Και φυσικά και αυτά που αντιπροσωπεύουν. Αυτό είναι το σοβαρότερο. Ας μιλήσουμε για την περασμένη γενιά, για τον άνθρωπο του Πολυτεχνείου. Αν κάποιος πήγαινε προς την ψυχεδέλεια και γυρνούσε σε κάποιους άλλους χώρους, αν είχε κάποιες γνήσιες ανησυχίες οι οποίες συνέβαινε να μη συμπίπτουν με τις ανησυχίες του Πολυτεχνείου, αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να σφαχτεί. Κάποιος που θεωρούσε το Πολυτεχνείο «στημένη» δουλειά, κάποιος που δε συμφωνούσε με τη «μαχητική» του Πολυτεχνείου - και υπήρξαν πολλοί που τη θεώρησαν παιδαριώδη - κάποιοι που ήθελαν να προχωρήσουν τα πράγματα σε μια πολύ πιο άγρια αναμέτρηση, φαγώθηκαν απ΄τη μέση. Έπρεπε να πηγαίνουμε στο μέτριο δρόμο της ελληνικότητας.
-Όλα αυτά δε συνιστούν μιά εξελιγμένη παραλλαγή της καταστολής πυ είχαμε στη δεκαετία του ’50; Είναι πολύ πιο λεπτά δουλεμένη, πιο σοφιστικέ και γίνεται από ανθρώπους που έχουν σπουδάσει σε αυτού του είδους την καταστολή. Γιατί τότε έβγαινε ο μπάτσος και σου βάραγε μία στην κεφάλα, του τράβαγες και συ μια κλωτσιά, γινόταν μιά βαβούρα και κάτι κουνιόταν... Τώρα τα πράγματα κυκλώνονται. Έχουν αναπτυχτεί πολύ και τα ΜΜΕ, έχει πέσει πολύς κόσμος εκεί μέσα που κάπου πρέπει να ενταχτεί και αυτός και όλα πλέον είναι μεθοδευμένα. Δεν υπάρχουν τα λεβέντικα γιουρούσια εκείνης της εποχής.
-Εκείνη την εποχή ήσουν εκεί. Στις ταινίες σου είναι η πρώτη φορά που γίνεται αναφορά στα τότε δρώμενα. Τι συνέβαινε στη δεκαετία του ’50 στην Αθήνα, πως δημιουργήθηκε και έδρασε η γενιά του ροκ εν ρολ; Αυτή είναι μιά παλιά ιστορία που την έχω πει χιλιάδες φορές. Δεν ξέρω αν πρέπει να τα ξαναλέμε αυτά τα πράγματα, δεν θέλω να μείνουμε εκεί. Κάπου μιλώντας πολύ για αυτά νιώθεις να τα αποδυναμώνεις και έτσι χάνουν τη σημασία τους. Δεν πρέπει να τα μυθοποιήσουμε τόσο πολύ τα πράγματα. Υπάρχει βέβαια μια τάση όλων μας να ξαναγυρίσουμε πίσω, να δούμε τι συνέβαινε. Ίσως μιά τάση έρευνας, για να πιάσουμε τα νήματα και να ξεκινήσουμε από την αρχή. Τα πράγματα ήταν πιο ορατά και πιο άγρια. Τότε ήξερες με ποιον είχες να παλέψεις σε ένα πεδίο μάχης όπου υπήρχαν κάποιοι κανόνες. Βέβαια, πολλοί - και συμβαίνει να είναι στημένοι - αντιπαραθέτουν όταν γίνεται αυτή η ερώτηση: μα καλά, εκείνη την εποχή στα μακρονήσια... Μπράβο! Εμείς δεν είμασταν ποτέ στα μακρονήσια. Είμασταν πιτσιρίκια 14 με 15 χρονών που δεν έιχαμε τέτοιου είδους εμπειρίες, που δε μας άγγιξε αυτό το πράγμα και δίναμε τις μάχες μας αλλού. Ουσιαστικά την ίδια μάχη δίναμε. Μας ξεφώνισαν και μας είπαν «οι ροκάδες, οι αμερικανόφερτοι» και τους άλλους τους ονομάσανε αγνούς πατριώτες. Και μέσα από τους αγνούς πατριώτες ξεπήδησε αυτό που λέμε ο «εθνικός μας κινηματογράφος». Ένας ροκάς, ή ένας πρώην ροκάς για να κυριολεκτούμε, δεν μπορεί να κάνει εθνικό κινηματογράφο. Όσοι πέρασαν από ορισμένα κανάλια καταπίεσης μπορούν. Οι άλλοι που πέρασαν απ΄άλλα κανάλια φαίνεται ότι δίναν τη μάχη μονάχα για το μπλουτζίν...
-Ήθελα να σε ρωτήσω για έναν ιδιαίτερο γεγονός, για το θάνατο του Μπαντι Χόλι. Πώς σας φάνηκε τότε ότι ένας απ’ τους εφηβικούς ήρωες ήταν νεκρός στα 21 του χρόνια; Πόσοι νομίζεις ότι ενημερώθηκαν για το θάνατο του Μπάντι Χόλι; Πολύ λίγοι. Τότε τα πράγματα ο κόσμος τα έψαχνε από την αρχή. Άκουγε έναν ήχο και έλεγε πως εδώ κάτι γίνεται. Δεν είχε τρόπους να ενημερωθεί.. Σε ό,τι αφορά την ελληνική φορά προς το ροκ, να είσαι σίγουρος πως υπήρξε μιά παρθενογένεση όσο και να θέλουν να πιστεύουν πως αυτό το πράγμα ήρθε φορετό από έξω. Να έρθει φορετό από τι; Υπήρχαν χιλιάδες δέκτες μα δεν υπήρχαν πομποί. Θυμάμαι πως ένα βράδυ καθόμασταν στο πράσινο σαλονάκι του Γκριν Παρκ και ήρθε ο Βάκης με τη βέσπα, γνωστός εκείνης της εποχής. Είχε πάει στο «Τιτάνια» το σινεμά. «Παιδιά», μας λέει, «στους τίτλους της «Ζούγκλας του Μαυροπίνακα» ακούγεται ένας φοβερός ήχος, περίεργος, είναι κάτι άλλο αυτό το πράγμα». Και έφυγε μια ομάδα από 30 άτομα για να πάει να δει το έργο. Βέβαια η ταινία δεν μας άρεσε καθόλου αλλά κάτι έγινε με αυτό το τραγούδι. Αμολυθήκαμε όλοι μας να μάθουμε που βρίσκεται... Ήταν ένα ήχος που κάτι μας έλεγε, κάπου αλλού μας πήγαινε, ήταν ένας ήχος που τον ψάχναμε... Γιατί εκείνη την εποχή ήμασταν δίχως μουσική. Υπήρχαν μονάχα τα «μπλουζάκια» που εξυπηρετούσαν ένα πολύ συγκεκριμένο και σημαντικό σκοπό, έφερναν το αρσενικό και το θυληκό κοντά. Τα πράγματα ήταν δύσκολα, οι επαφές το ίδιο. Τότε το πιάσιμο του χεριού σήμαινε φοβερά πράγματα. Έπρεπε να βρεθεί κι ένας άλλος ήχος ο οποίος να ερμηνεύει την κατάστασή μας και να αρμόζει στη δικιά μας περπατησιά, μια περπατησιά λιγάκι άτσαλη που τα έψαχνε τα πράγματα. Δεν περιμέναμε να προβληθεί το «Επαναστάστης Χωρίς Αιτία» για να αρπάξουμε μηνύματα και να τα εφαρμόσουμε, όπως ισχυρίζονταν αυτοί που τόσα χρόνια πολεμούσαν το είδος της μουσικής που ακόυγαμε και το είδος του κινηματογράφου που κάναμε. Δεν είναι τυχαίο πως υπήρξε τέτοια φίμωση γύρω από αυτό το θέμα ώστε στο γραπτό λόγο να μην έχουμε κανένα στοιχείο για την περίοδο εκείνη. Είναι η μαύρη τρύπα της λογοτεχνίας μας.
-Ποιά θέση είχε ο κινηματογράφος στη ζωή σας; Ήταν ένα γεγονός διασκέδασης και όχι προβληματισμού, ισότιμος με κάποια άλλα γεγονότα όπως ο αθλητισμός, οι εκδρομές ή τα πάρτυ. Ας μη λέμε μεγάλα λόγια.. Διάφοροι θεωρητικοί είπαν πως αντικαστασήσαμε τον καραγκιόζη με το σινεμά. Εγώ δεν τα ξέρω αυτά τα πράγματα… Αυτό που ξέρω είναι ότι σινεμά έπρεπε να πάμε τρεις με τέσσερις φορές τη βδομάδα. Δε γινόταν αλλοιώς. Ο κινηματογράφος σου έδινε κάποιες φυγές μέσα από μιά πραγματικότητα η οποία ήταν ασφυχτική, μίζερη, αντιπνευματική, αντιηρωική… Το καλό είναι ότι βλέπαμε ρώσικες ταινίες, αμερικάνικο φιλμ νουάρ, γουέστερν. Εν πάση περιπτώσει δεν βλέπαμε το «Χιτώνα», τον «Ύφαλο Δώδεκα Μιλίων» και τα σινεμασκόπ. Κάπως γλιτώσαμε από αυτές τις ταινίες γιατί δεν είχαμε και τους κριτικούς να μας πηγαίνουν. Βλέπαμε τις φωτογραφίες και μυριζόμασταν τι γίνεται. Καμιά φορά, αν το καδράρισμα ήταν λίγο περίεργο, πηγαίναμε να δούμε το «Όλοι οι Άνθρωποι του Βασιλιά» του Ρ. Ρόσεν. Κάτι γινόταν εκεί που δεν το πιάναμε ακόμα...
Ο κινηματογράφος ήταν ένας χώρος μάζωξης. Υπήρχε η λεωφόρος Αλεξάνδρας, η λεωφόρος των κινηματογράφων, όπου ήξερες ότι οι γκόμενες από το Πολύγωνο, του Γκύζη ή την Κυψέλη θα πηγαίνανε εκεί. Ήταν ένα μέρος για να ξαναδείς την κοπέλα που ήθελες, να ανταλλάξεις κάποιες ματιές, να ανανεωθούν κάποια ραντεβού και συγχρόνως να δεις και κάποια ταινία. Βέβαια, στην αρχή πέφταν κάποια φοβερά «επεισοδειακά». Αυτό είναι ένα είδος κινηματογράφου το οποίο ακόμα δεν το ξέρουμε στην Ελλάδα. Δεν το πλησιάσαμε γιατί πρέπει να κάνουν την αρχή οι Γάλλοι θεωρητικοί. Εμείς «εισάγουμε» κυρίως από την Γαλλία... Ήταν ταινίες σίριαλ με ήρωες σαν τον Αόρατο Άνθρωπο ή τον Ζορό. Συνήθως πέφταν δύο επεισόδεια πριν από την ταινία. Πολλές φορές πηγαίναμε να δούμε αυτά τα πράγματα για να ξεφωνήσουμε. Ήταν ο τρόπος του ντεκουπάζ τέτοιος που ξέραμε τι θα επακολουθούσε μετά από κάθε σκηνή. Κάπως έτσι ξεφωνίζει τώρα και ο εξώστης στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε μάθει να διαβάζουμε κινηματογραικά και ξέραμε τι θα γίνει με αποτέλεσμα να πέφτει φοβερό γέλιο. Αλλά είδαμε και κάποια υπέχοχα έργα. Αυτή η γενιά του ’50, όπως και του ’60, είδε και έμαθε τον κινηματογράφο. Από αυτούς ελάχιστοι ασχολήθηκαν μαζί του.
-Γιατί; Ο κινηματογράφος ήταν ένα έργο τέχνης άγνωστο στην Ελλάδα. Δεν ήξερες τι πράγμα ήταν. Βέβαια, υπήρχε μιά βιομηχανία αλλά τότε την ελληνική ταινία δεν την βλέπαμε με τίποτα. Εγώ αποφάσισα να κάνω σινεμά στα 21 μου χρόνια δίχως να ξερω τι συμβαίνει.
-Τι σε έσπρωξε να αφοσιωθείς στον κινηματογράφο; Τον αγαπούσα τον κινηματογράφο, όπως όλη αυτή η γενιά. Οι πιο πολλοί διαλύθηκαν στο δρόμο γιατί πιέστηκαν από τους γονείς, γίναν φαρμακοποιοί, πολτικοί μηχανικοί, πρεφαδόροι... Την κάνανε για εύκολο κέρδος, ψάξαν να μπουν γρήγορα στο κόλπο...
-Το πρόβλημα της τεχνικής είναι το αγκάθι για κάθε νέο κινηματογραφιστή. Εσύ πως το αντιμετώπισες; Το γεγονός ότι εγώ είδα πολύ σινεμά με βοήθησε στο θέμα της τεχνικής. Αυτό όμως δεν έφτανε. Όταν βρήκα μιά σχολή που υπολειτουργούσε, πήγα και γράφτηκα για να μου δώσει μιά κατεύθυνση. Εκεί είχα την τύχη να πέσω σε μερικούς καλούς δασκάλους. Παράλληλα έκανα σπουδές και σε κάποια άλλη σχολή: ιστορία τέχνης, σκηνογραφία, σχέδιο, ζωγραφική, διακόσμηση... Στα ενδιάμεσα εύρισκα καιρό και δούλευα σα δεύτερος βοηθός σκηνοθέτη σε αυτές τις παραγωγές που έκανε ο Φίνος. Στην πρώτη ταινία κουβαλούσα χαλιά, ξεσκόνιζα το ντεκόρ, φώναζα τους πρωταγωνιστές, καμιά φορά τους περνούσα τα λόγια... Χαμαλίκι κανονικό μα εμένα δε με πείραζε γιατί έτσι μάθαινα. Μέχρι μιά στιγμή που ήρθε ο Βασίλης Γεωργιάδης και μου άφησε μιά ταινία στην πλάτη, τα έκανα σκατά και τα έμαθα όλα. Τους έκανα άνω κάτω... Μου είχαν δώσει τεράστιες ευθύνες: από οργάνωση προγράμματος και κουστούμια μέχρι ντεκόρ, ντεκουπάζ και σπέσιαλ εφέ. Τι να σου πω... Την έκανα χάλια την ταινία! Αφού δουλεψα σε πέντε ταινίες σταμάτησα γιατί δεν μπορούσα να τα βρω με τους παραγωγούς της εποχής. Ακόμα και σα βοηθός τσαντιζόμουνα πολύ. Αν είναι δυνατόν να γυρίζονται τέτοια πράγματα... Αφού είδα ότι δεν μπορούσα να κάνω κινηματογράφο, αποφάσισα να μάθω κινηματογράφο μέσα από το γράψιμο. Βγήκα στο γράψιμο προσπαθώντας να στήσω πλάνα. Γιατί η λογοτεχνία τι είναι; Αυτό είναι. Φτιάχνεις εικόνες. Το ότι έγραψα τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» με βοήθησε πάρα πολύ στο σινεμά. Απο κει και πέρα το θέμα είναι να μην κοπείς με τον κινηματογράφο, να βλέπεις ταινίες συνεχώς. Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να μη δω δυο ταινίες την ημέρα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 373 Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 374 Ενημέρωση: 02-05-2011 |
| ||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||
© 2011 Mystery Tales All Rights Reserved
| ↑
|