Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!
 
NEWSLETTER
 
| Text size
   

Billboard Greek AirplayΠαπαρίζου Έλενα
Baby It's Over
Billboard Hot 100Carly Rae Jepsen
Call Me Maybe
Billboard 200Linkin Park
Living Things
Dance Club SongsEva Simons
I Don't Like You
MTV Hit ListRihanna
Where Have you Been

Ξέμπαρκοι



 

«Η ποιήση και ειδικότερα η ποίηση του Καββαδία δεν έχει ανάγκη από μελοποίηση για τον απλούστατο λόγο ότι η μελωδία και ο ρύθμος βρίσκονται και βγαίνουν μέσα από τον ίδιο το λόγο»

Δήμητρα Γαλάνη, από το σημείωμα στο δίσκο S/S Ionion, των Ξέμπαρκων.

 

Το 1986, έπιασε λιμάνι στην Ελλάδα ένα παράξενο πορφυρόχρωμο πλοίο. Το όνομά του S/S Ionion και επιβάτες του τρεις Έλληνες. Οι δύο ήταν Ναυπλιώτες και τούτο ήταν το πρώτο τους ταξίδι στα ανοιχτά. Ο τρίτος όμως, Κεφαλλονίτης γεννημένος στη μακρινή Μαντζουρία, είχε να αφηγηθεί μια ζωή ταξίδια στις θάλασσες του κόσμου.

 

 

Το ταξίδι αυτού του τελευταίου ξεκίνησε από το Νικόλσκ Ουσουρίσκι, ρωσική πόλη σε απόσταση 75 χιλιομέτρων βορείως του Βλαδιβοστόκ και καταμεσής μιας αρχαίας κορεάτικης κοιλάδας που καταλήγει στον Ειρηνικό Ωκεανό και που εκατό χρόνια πριν άνηκε στον Τσάρο. Ο πατέρας του μικρού Κεφαλλονίτη διατηρούσε εκεί γραφείο γενικού εμπορίου, μέχρι που ένας πόλεμος μεγάλος τα σάρωσε όλα. Με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα, πρώτα στην πατρογονική Κεφαλλονιά και μετά στο λιμάνι του Πειραιά. Πίσω στις εσχατιές, ο πατέρας προσπαθεί να περισώσει ό,τι έχει βάλει στο μάτι η Ιστορία αλλά δεν τα καταφέρνει. Φυλακίζεται κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τα χάνει όλα και, τελικά, το 1921, βρίσκει την οικογένειά του φτωχός και τσακισμένος στην πίσω πλευρά του κόσμου. Εκεί, ο μικρός γιός του διαβάζει τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν και μεγαλώνει στριμωγμένα κάτω από τον αττικό ήλιο, έναν ήλιο μαρμάρινο και σκληρό πολύ διαφορετικό από τους ήπιους μεταξωτούς ήλιους που στολίζουν τις σημαίες της απέραντης Άπω Ανατολής. Ο γιός μεγαλώνει στην Αθήνα, γράφει ποίηματα, γίνεται δεκαοχτώ και μπαρκάρει ως ναυτόπαις με παρέα τους στίχους του και τις ευχές της μάνας που ήταν από σόι εφοπλιστών. Επιστρέφει στα πέρατα του κόσμου.

 

Τον Οκτώβριο του 1929 πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ʼδινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ʼπα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ʼπε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις...», γράφει στη Βάρδια το 1954.

 

Το S/S Ionion 1934, καράβι τυλιγμένο στην αχλή, μπερδεμένο ανάμεσα σε δύο και τρεις και περισσότερους ήλιους από κάθε ορίζοντα που συναντά θάλασσα, με πλήρωμα τον Ηλία Αριώτη, τον Νότη Χασάπη και τον Νίκο Καββαδία, έφτασε στον προορισμό του τον Οκτώβρη του 1986, ζητώντας να πιάσει λιμάνι σε ένα κοινό κουρασμένο από περιπέτειες και διψασμένο για λήθη, που, ως γνωστόν, είναι το αντίθετο της α-λήθειας. Είναι αυτή η λησμονιά που έκανε το καράβι των τριών να μοιάζει σαν να μην έδεσε ποτέ, ένα πλοίο-φάντασμα του καιρού του.

 

«Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι / την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού. / Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι. / Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού».

Εκείνο το ταξιδιάρικο πορφυρό εξώφυλλο, με το σκουριασμένο σκαρί και πάνω του, σαν καρτ-ποστάλ, την ασπρόμαυρη φωτογραφία του νεαρού ναυτικού που από ναυτόπαις έγραφε ποιήματα για την καραβίσια ζωή του και τη θαλασσινή του καρδιά, δεν αγκυροβόλησε σε όσα μέρη θα έπρεπε, κι ας ήταν το φορτίο του λαχταριστό, γεμάτο ήχους και μυρωδιές και αρμύρα από τους δυο και τρεις και περισσότερους ήλιους των ναυτικών που το ταξίδεψαν. Το S/S Ionion έμοιαζε σαν να 'ταν στοιχειωμένο από το πνεύμα του ποιητή του. Μοναχικός, αταίριαστος, στοιχειωμένος, αμαρτωλός, αδύναμος, δυνατός, ξάστερος, Μαραμπού, καταραμένο πουλί. Ξέμπαρκος. Τι κοινό είχε άραγε ο Νίκος Καββαδίας, ο Κεφαλλονίτης από το Νικόλσκ Ουσουρίσκι του Τσάρου, που πλέον δεν λέγεται καν έτσι, με τους άλλους δύο Ξέμπαρκους από το Ναύπλιο που κι αυτό κάποτε λεγόταν αλλιώς -οι ναυτικοί το αποκαλούσαν «Νάπολη της Ρωμανίας»; Μα, η θάλασσα φυσικά, θα πει το Μαραμπού, κάνοντας κύκλους πάνω από το σκουριασμένο σκαρί. Η θάλασσα η πόρνη κι ο εφηβικός έρωτας για την ποίηση με όλη τη μουσική που κρύβει μέσα της: υπάρχει κύμα που δεν κρύβει μουσική στο αρμονικό ξέβρασμά του;

 

Στο Ναύπλιο των αστών και των εμπόρων, μια πόλη Φιλαδέλφεια από τον αρχαίο Έρμο ώς το σύγχρονο Ντελάγουερ, εκεί που τα λαϊκά παιδιά νιώθουν το ίδιο λαϊκά και απόμερα όπως σε κάθε άλλη πόλη αδελφών και πρωτοπόρων στις τέχνες και τα γράμματα, οι Ξέμπαρκοι είχαν τις ελπίδες που είχε και ο ίδιος ο Καββαδίας απέναντι στα αδέλφια του, αυτά της γενιάς του '30. Η «λαϊκή» ψυχή που κουβαλούσαν δεν έφτανε ώστε το S/S Ionion να πάρει προτεραιότητα απέναντι σε έναν άλλο δίσκο που καταπιάστηκε με την ποιήση του Καββαδία και όχι μόνο αγκυροβόλησε αλλά έπιασε την καλύτερη θέση στις μαρίνες της ελληνικής μουσικής. Ο Σταυρός του Νότου, του μεγάλου και πολύ Θάνου Μικρούτσικου, μπορεί να άργησε κι αυτός να φτάσει στον προορισμό του -έχοντας ξεκινήσει το ταξίδι του ήδη από το 1977, κατάφερε όμως, χρόνια μετά την κυκλοφορία του, να λάβει τον τιμητικό τίτλο του δίσκου-σταθμού, με έναν τεράστιο ήλιο να ξεπροβάλει στην πλώρη του. Έτσι, το μικρό καράβι των Ξέμπαρκων έφτασε στ’αυτιά λίγων και στα στόματα ακόμα λιγότερων, που, όμως, το αγάπησαν πολύ. Με δύο αγνώστους ναυτικούς στο τιμόνι είναι πιθανόν ο κόσμος στο λιμάνι να μην πρόσεξε πως ο τρίτος είναι ο Καββαδίας. Είναι πάλι πιθανό να τον είδαν κι εκείνον και τους δύο Ξέμπαρκους υποτιμητικά και να έστρεψαν αλλού το βλέμμα. Γιατί και ο Καββαδίας, που γεννήθηκε το 1910 λίγα χιλιόμετρα απ' τον Ειρηνικό και πέθανε το 1975 λίγα χιλιόμετρα απ' το Αιγαίο, ένας ξέμπαρκος ήταν.

 

Ξέμπαρκος. Ένας ποιητής σπαραγμένος από τα πάθη, πιστός εραστής της θάλασσας, αέρινα απελευθερωμένος πάνω απ' τα αμπάρια και κάτω απ’τον ουρανό, με τίποτα ανάμεσα σ’αυτόν και τ’άστρα. Σουλατσάρει στο θαλασσοφαγωμένο κατάστρωμα του S/S Ionion, σιγοτραγουδάει πάνω στην μοναχική κιθάρα, σιγοντάρει τον Νότη και τον Ηλία, και χαμογελάει με χαραγμένο μάτι απ' τα κύματα και τα αρμονικά ξεβράσματά τους. Ξέρει ότι εύκολα μπορεί κανείς να αποπάρει τη λαϊκή ψυχή αλλά δύσκολα μπορεί να της παραβγεί όταν αυτή δίνει αρμονία και μέτρο σε ποίηματα σαν τα δικά του.

 

«Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν Εμείς οι ναυτικοί / έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη. / Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή, / που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το εύθυμο ακορντεόν, οι παράξενες, ακατέργαστες μελαγχολικές φωνές, ο ταξιδιάρικος ρυθμός,  η διάθεση για παιχνίδι των δύο μουσικών ταίριαξαν στην ματιά εκείνη του ποιητή, που του στέρησε την αποδοχή των ποιητών της γενιάς του, αλλά του χάρισε μια θέση στις καρδιές των ναυτικών, που ήταν και τα πραγματικά αδέλφια του. Μέσα στο ίδιο αμάξι, το 1954, στους δρόμους της Βηρυττού ο Σεφέρης είδε μια ελληνική συνοικία εκεί που ο Καββαδίας του αποκρίθηκε πως είναι τα μπουρδέλα της πόλης για να εισπράξει την αποδοκιμασία του διπλωμάτη. Και αργότερα, στο ποστάλι που πήγαινε τον Σεφέρη απέναντι στη Σμύρνη, ο μεγάλος ποιητής δεν γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι να κοιτάξει τον Καββαδία που ήταν στο πλήρωμα, νιώθοντας ήδη υποβιβασμένος που έκανε ένα τέτοιο δρομολόγιο – όπως θα ένιωθε ένας διπλωμάτης αν έφευγε από μια μεγάλη πρωτεύουσα για να πάει στο Νικόλσκ Ουσουρίσκι, που πλέον δεν λέγεται καν έτσι.

 

Από τότε έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας, ενώ φέτος συμπληρώνονται εικοσιπέντε χρόνια από τότε που το S/S Ionion ξεκίνησε το ταξίδι του, φορτωμένο με φυλαχτά, κοχύλια, αρμυρές νύχτες και τρεις ναύτες που πιάσαν τις κιθάρες, τις φυσαρμόνικες και τις φλογέρες και άρχισαν το τραγούδι πάνω στο πλοίο-φάντασμα. «Σαν να ακούς δυο φωνές μέσα από την κουκέτα ενός φορτηγού στ’ ανοιχτά κάποιας μεγάλης θάλασσας» έγραφε η Δήμητρα Γαλάνη, συνοψίζοντας όλη την ομορφιά του αδικημένου S/S Ionion 1934, ξεχνώντας, όμως, ότι οι φωνές που έβγαιναν απ’την κουκέτα και ταξίδευαν στον έναστρο ουρανό που σκέπαζε τις θάλασσες του νότου ήταν τρεις. Οι φωνές τριών ξέμπαρκων που θέλησαν να μάθουν να περπατούν στη γη σωστά, μα δεν τα κατάφεραν γιατί, α-λήθεια είναι, πως οι λαϊκές ψυχές τα βρίσκουν καλύτερα με τη θάλασσα. Κι αν έχουν λίγη τύχη πετούν μακριά και γίνονται «Μαραμπού».

 


Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 373

Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 374
Ενημέρωση: 28-06-2011