Ο χρόνος στην άκρη της πόλης και στο κέντρο του κόσμου |
Inside a broken clock Splashing the wine With all the Rain Dogs Taxi, we'd rather walk. Huddle a doorway with the Rain Dogs For i am a Rain Dog, too.
Oh, how we danced and we swallowed the night For it was all ripe for dreamin Oh, how we danced away All of the lights We've always been out of our minds.
Rain Dogs - Tom Waits (1985)
Υπάρχουν μέρη όπου ο χρόνος σταματάει και αρχίζει να κυλάει ανάποδα ή άλλες φορές πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Μέρη όπου τα ρολόγια είναι σπασμένα. Σαν εκείνο που τραγουδά ο Tom Waits στο Rain Dogs ή σαν εκείνο που χτυπά στην κοιλιά του κροκόδειλου στη Χώρα του Ποτέ. Μέρη όπου ένας Φύλακας στη Σίκαλη είναι εκεί για να σε κρατήσει απ' τον γκρεμό και μέρη όπου κάποια Χαμένα Παιδιά πολεμούν τον πατέρα-πειρατή μακριά από τα μητροπολιτικά πάρκα που τα γέννησαν. Σ’αυτά τα μαγικά μέρη βρίσκουν καταφύγιο ήρωες που αρνούνται να μεγαλώσουν. Ένα τέτοιο μέρος ήταν η Νέα Υόρκη για την ηρωίδα δίχως όνομα που θέλησε να ζήσει μια ζωή σε ένα Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης.
Η ηρωίδα της Σώτης Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα και, όταν κατάλαβε πως ήταν ώρα να βγει από τους τοίχους του δωματίου της που στόλιζε μια αφίσα του Jim Morrison, κινήθηκε δυτικά, εκεί που οι άνθρωποι αναζητούν το κέντρο του κόσμου. Από την Αθήνα στο Παρίσι, όπου την έστειλαν οι γονείς της για να αποκτήσει γαλλική ανατροφή, κι από εκεί στη Νέα Υόρκη. «Δεν ήθελα να αποκτήσω γαλλική ανατροφή αλλά δεν ήξερα τι ήθελα ν' αποκτήσω κι έτσι πήγα. Και μετά έμαθα τι ήθελα κι όλα τα χρόνια εκεί πέρα σκεφτόμουνα να τελειώσω γρήγορα-γρήγορα και να πάω στη Νέα Υόρκη για να φρικάρω, όπως έλεγε και το αγαπημένο μου τραγούδι, το "Ας φρικάρουμε παιδιά"». Και φρίκαρε. Η ηρωίδα έτρεξε προς τα πίσω, έτρεξε για να κερδίσει όσο χρόνο μπορουσε σε έναν αέναο αγώνα δρόμου ψηλά και πάνω απ' τον Ατλαντικό για να προλάβει την εφηβεία της. Αυτή κι εμείς μαζί της. Όσο ταξιδεύεις προς τη Δύση το ρολόι πήγαινει προς τα πίσω κι εσύ έχεις την αίσθηση ότι προλαβαίνεις το χρόνο στο ίδιο σημείο που τον άφησες. «Εγώ πάλι αγαπούσα το Μπρούκλυν γιατί, την Άνοιξη και το Φθινόπωρο, το φως μοιάζει με εκείνο της Αθήνας. Κι η Αθήνα δεν είχε τίποτ' άλλο που να μ' αρέσει». Έτρεξε πίσω στο χρόνο και, κατά μία έννοια, βρέθηκε μπροστά του. Γιατί, Δύση είναι εκεί που οι άνθρωποι αναζητούν τις πρωτοπορίες.
Το άγαλμα μιας αιώνιας έφηβης στέκεται σαν σύγχρονη Ιπποδάμεια στην είσοδο του λιμανιού. Κάθετοι και οριζόντιοι δρόμοι τής ανοίγουν τα μάτια. Η ηρωίδα αλλάζει πρόσωπο και τώρα κρατά στα χέρια της το Μεγάλο Μήλο, θα μυρίσει το άρωμά του, θέλει να γευτεί κάθε κομμάτι του, να το καταβροχθίσει. Η νέα πόλη τής υποσχόταν μια ζωή που στην Αθήνα ζούσε μόνο μέσα από τη μουσική. «Εξάλλου, εκείνη την εποχή ήμουν ερωτευμένη με τον Μαρκ Μπόλαν, που τον είχα ερωτευτεί αμέσως μετά τον Έλβις Πρίσλεϊ. Και που αργότερα τον ευγνωμονούσα γιατί έλεγε το τραγούδι “Νέα Υόρκη” που συνόψιζε όλα μου τα όνειρα», θα πει. Και μετά, γυρνώντας ένα καλοκαίρι στην Αθήνα θα διαπιστώσει πως «Η πόλη έμοιαζε σαν να 'χε μεταλλαχτεί: είχε γεμίσει μπαρ και αφίσες για ροκ συναυλίες». Αλλά τώρα πια στεκόταν αλλού. Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης ήταν γεμάτοι ροκ εν ρολ, συναυλίες, αυτόματα αυτοκίνητα, «ουσίες» όπως τις έλεγε ο καλύτερος της φίλος, ο Νίκυ - ήρωας βγαλμένος απ’ τις σελίδες του Κέρουακ, όλα τυλιγμένα στο γυαλιστερό μα βρώμικο περιτύλιγμα αριθμημένων λεωφόρων. Εξάλλου, δεν νοσταλγούσε τίποτα από την Αθήνα, πέρα από τα μπισκότα «Ρουλιάς» που αγόραζε από το δημοτικό σχολείο στην Πατησίων. Όποτε το μυαλό της ταξίδευε ανατολικά, στη χώρα που γεννήθηκε, οι εικόνες ήταν γκρίζες και μουντές, πράγμα παράξενο για έναν τόπο συνηθισμένο στο φως «...δεν είχε τίποτ' άλλο που να μ' αρέσει». Εξιδανίκευση και αφορισμός; Έτσι κάνουν τα Χαμένα Παιδιά. Η Αθήνα που η ηρωίδα θυμόταν, η Αθήνα της δεκαετίας του ’70, ήταν μια πόλη πεταγμένη στη άκρη του κόσμου, το ροκ εν ρολ ταίριαζε με τη λέξη περιθώριο και όσοι ζούσαν λαμπερή ζωή, ζούσαν μια ζωή σάπια. Η Αθήνα. Η Ελλάδα ολόκληρη. Ένα σάπιο μήλο.
Σαν σκυλί της βροχής, η ηρωίδα περιπλανιόταν στα φώτα, το χορό, την τρέλα, οδηγούσε τη ζωή της στην ευτυχία, την μιζέρια, τη χαρά και τη λύπη, μαζί με τους φίλους της, τους οποίους αγαπούσε πολύ αλλά όχι τόσο όσο την πόλη της. «Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα την κίνηση στη Μπρόντγουεϋ και σκεφτόμουν πως τίποτα δεν είχα αγαπήσει περισσότερο απ' αυτή την πόλη, πως οι άλλοι άνθρωποι αγαπάνε ανθρώπους ενώ εγώ αγαπάω δρόμους και ποτάμια που μοιάζουνε με βάλτους και γέφυρες φωταγωγημένες». Ακόμα και στο κέντρο του κόσμου, ο χρόνος συνέχιζε να τρέχει και το ρολόι να πηγαίνει προς τα μπρος για όλους, εκτός από εκείνη. Ενώ οι γύρω της παντρεύονταν, έφευγαν, κατέρρεαν, πέθαιναν, εκείνη επέμενε να φοράει πουκάμισο με ανανάδες και να βάφει τα μαλλιά της ροζ –κι ας ένιωθε ότι έμοιαζε με ξωτικό. Ίσως, το ξωτικό που είχε στο μυαλό της να ήταν ο Πίτερ Παν. Ίσως για αυτό σπούδαζε και σπούδαζε και άκουγε δίσκους, πήγαινε σε συναυλίες, έπαιρνε χάπια, αγαπούσε σαν παιδάκι τους Canned Heat, τη συγκάτοικό της τη Μπίμπι, τον Νίκυ, τον Κλίφορντ, τον Κούκι, τη Νάνσυ, κοίταζε τη Νέα Υόρκη με μάτια μεγάλα, σχεδόν παιδικά, που δάκρυζαν με το παραμικρό, ζούσε στον πυρετό μιας νιότης γεμάτη στιγμές απόλυτης ευτυχίας και δυστυχίας, στον αφρό των κυμάτων στο Ρόκαγουεϊ και προσδοκούσε να γίνει «εκστατικά ευτυχισμένη» σε μια πόλη λαμπερή και θλιμμένη και υπέροχη «...το μόνο που ήθελα είναι να χορεύω, να ακούω τον καινούργιο δίσκο του Τομ Γουέιτς και να κλαίω από συγκίνηση γιατί ένιωθα πως μιλούσε για μας, για το Νίκυ, για τη Μπίμπι, για μένα».
Η Αθήνα είναι μια πόλη φωτεινή, θλιμμένη, υπέροχη. Οι νέοι της τήν γνώρισαν όμορφη και την αγάπησαν κι ας μην είχε τόσο μεγάλους δρόμους, τόσες λιγότερες γέφυρες και, πλέον, ποτάμια καθόλου. Παρ’ όλο που στο μυθιστόρημα της Τριανταφύλλου σκιαγραφείται σκοτεινή και θαμπή –με εξαίρεση τις τελευταίες σελίδες, οι νέοι που ζουν στην Αθήνα κράτησαν τον τρόπο της ηρωίδας να ονειρεύεται και έκαναν τα δικά τους όνειρα, νιώθοντας πως πλησίασαν κάπως στο κέντρο του κόσμου χωρίς να πετάξουν πάνω από τον Ατλαντικό. Αλλά κάτι άλλαξε. Το ρολόι του χρόνου ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα πίσω χωρίς να αλλάζει θέση και οι νέοι ένιωσαν εγκλωβισμένοι, αφού κανένας δεν ήθελε να μεγαλώσουν και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Μένουν κολλημένοι σε εφηβικές συνήθειες και παγιδευμένοι σε παιδικά δωμάτια. Όσοι από δαύτους καταφύγουν σε «ουσίες» δεν θα το κάνουν για να ξεχάσουν ότι μεγαλώνουν αλλά για να ξεχάσουν ότι δεν μπορούν να μεγαλώσουν. Πίσω ή μπρος; Δύση ή Ανατολή; Είναι ώρα να φύγεις ή να μείνεις; Και πού πάει κανείς όταν είναι η ώρα να γίνει «εκστατικά ευτυχισμένος»; Τα ρολόγια δεν σπάνε. Η Μπίμπι, ο Νίκυ, η Νάνσυ, ο Κούκι και η ηρωίδα δίχως όνομα που ζουν -όχι στο Κάναρσι, στα Τζέρζυ Χάιτς και στο Μανχάτταν- αλλά στα Πατήσια, στα Εξάρχεια, και στην Κυψέλη γίνονται μυθιστόρημα στα χέρια των χάρτινων ηρώων της Τριανταφύλλου, που φαντάζουν πιο ζωντανοί.
Η ηρωίδα χωρίς όνομα και οι φίλοι της ζουν φυλακισμένοι ήρωες σε μια χώρα του Ποτέ που τίποτα δεν αλλάζει, με πατρικές φιγούρες πειρατών να μην τους αφήνουν να μεγαλώσουν, μόνο και μόνο για να νιώθουν σίγουροι πως ποτέ δεν θα τους αμφισβητήσουν, πόσο μάλλον να σταθούν σε ύψος για να πάρουν το πηδάλιο στα χέρια τους. «Ήταν το καλοκαίρι του 1979· είχα πάρει «τα λεφτά των Αμερικάνων», όπως έλεγε -συνοφρυωμένος- ο μπαμπάς μου, υποννοώντας πως την υποτροφία μού την έδινε η CIA, πως τα λεφτά ήταν βρώμικα. Παρόλα αυτά εγώ τα πήρα κι ήμουν ευτυχισμένη: το μόνο που ήθελα ήταν να συνεχίσω να σπουδάζω – εκείνη την εποχή πίστευα πως θα 'βρισκα ένα τρόπο για να μπορώ να σπουδάζω μέχρι να γεράσω, πως θα απέφευγα όλα όσα κάνουν οι μεγάλοι: πως θ' απέφευγα να δουλέψω εννιά με πέντε, ν' αποκτήσω βιβλιάριο υγείας, να πληρώνω φόρους και ν' αγοράσω σπίτι με δόσεις».
Η ηρωίδα δίχως όνομα και οι φίλοι της που ζουν στην Αθήνα περιμένουν κρατώντας την αναπνοή τους. Μια αναμονή που σκοτώνει. Πίσω ή μπρος; Δύση ή Ανατολή; Περιμένουν να σπάσουν τα ρολόγια. Το καλοκαίρι τους κυλάει βαλτωμένο σαν τον ποταμό Χάντσον, ανύπαρκτο σαν τα ποτάμια της πόλης. Από τα ανοιχτά παράθυρά τους ακούγεται μουσική σαν κι εκείνη που ξεπηδάει από τις σελίδες του βιβλίου που διαβάσαν κάποτε, όταν το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να ζήσουν μια παρόμοια αιώνια εφηβεία και να τα βάλουν με τον κόσμο. Blondie και Pink Floyd, Canned Heat και Paul Butterfield. Τom Waits. Το Rain Dogs. Τα σκυλιά της βροχής που άλλοτε κατάπιναν τη νύχτα. Διαβάζουν το οπισθόφυλλο του βιβλίου. «Το Σάββατο Βράδυ στην Άκρη της πόλης είναι ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει να είσαι νέος στο κέντρο του Δυτικού κόσμου» και νιώθουν παγιδευμένοι. Τι γίνεται με όσους είναι νέοι στην άκρη του Δυτικού κόσμου; Θα γίνουν οι πρώτοι ηττημένοι Πίτερ Παν στην ιστορία; Έχουν βαρεθεί να φοράνε το πράσινο παντελονάκι και να ζουν στη Χώρα του Ποτέ. Να περιφέρονται και να χορεύουν σαν τα σκυλιά της βροχής. Κατάπιαν τη νύχτα και τώρα θέλουν να τη βγάλουν από μέσα τους και να την κάνουν μέρα, γεμάτη φως και δημιουργία.
Από το Rain Dogs έχουν πέρασει είκοσι έξι χρόνια και δεκαεννιά από το Bone Machine όπου ο Waits τραγουδούσε «I don’t wanna grow up». Δύσκολη απόφαση για όσους τότε ήταν ακόμα παιδιά που πίστευαν στις νεράιδες. Θα μείνουν ή θα φύγουν; Μικροί ή μεγάλοι; Η ηρωίδα δίχως όνομα στην άκρη της πόλης αποχωρίστηκε κάποτε τα ροζ μαλλιά, εβγαλε τα μυτερά παπούτσια με τις νεκροκεφαλές, φόρεσε το μαύρο της φόρεμα και παπούτσια με λουράκια. Μεγάλωσε. Κόντευε άλλωστε τα τριάντα. Με το ρολόι να δείχνει ώρα Αθήνας μπορεί και να γινόταν «εκστατικά ευτυχισμένη» και, τελικά, να μη χρειαζόταν να το σπάσει. Έμεινε ή έφυγε; Μικρή ή μεγάλη; Το λέει στο τέλος. Θα σπάσει το ρολόι της δικής μας γενιάς; Στη δική μας ιστορία, το τέλος δεν έχει γραφτεί ακόμα. Είμαστε ακόμα στην αρχή.
«Όταν βγήκα απ' το σταθμό, περιπλανήθηκα λίγο, πήγα ως το ποτάμι και κάθησα στην αποβάθρα και κοιτούσα την ακτή του Τζέρζυ και σκεφτόμουν πως θα πεθάνω και θα γίνω χώμα και δεν θα βλέπω, ούτε θ' ακούω. Πως θα διαλυθώ στο σύμπαν, πως θα γίνω αστερόσκονη». Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 373 Deprecated: Function strftime() is deprecated in /home/mystery/public_html/scripts/functions.php on line 374 Ενημέρωση: 19-07-2011 |
| ||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||
© 2011 Mystery Tales All Rights Reserved
| ↑
|